δυστυχία — δυστυχίᾱ , δυστυχία ill luck fem nom/voc/acc dual δυστυχίᾱ , δυστυχία ill luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίᾳ — δυστυχίαι , δυστυχία ill luck fem nom/voc pl δυστυχίᾱͅ , δυστυχία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχία — η 1. δυστύχημα: Είχε τη δυστυχία να μείνει παράλυτος. 2. μιζέρια, φτώχεια: Έζησε μια ολόκληρη ζωή μέσα στη δυστυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐν εὐτυχίᾳ φίλον εὑρεῖν εὐπορώτατον, ἐν δὲ δυστυχίᾳ πάντων ἀπορώτατον. — См. Кому счастье дружит, тому и люди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυστυχίας — δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem acc pl δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαι — δυστυχία ill luck fem nom/voc pl δυστυχίᾱͅ , δυστυχία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαν — δυστυχίᾱν , δυστυχία ill luck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχιῶν — δυστυχία ill luck fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαιν — δυστυχία ill luck fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαις — δυστυχία ill luck fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)